- ματοβάφω
- 1. βάφω κάτι με αίμα2. μτφ. προκαλώ συμφορές, σκοτώνω, σφάζω, γεμίζω με αίματα τον κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιματοβάφω*, με αποβολή τού αρκτικού άτονου αι- (e)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(αι)ματοβάφω — (αι)ματόβαψα, (αι)ματοβάφτηκα, (αι)ματοβαμμένος, βάφω με αίμα: Αιματόβαψε τα χέρια του σε αδελφικό αίμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)